ἐξάνθημα — efflorescence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάνθημα — το (AM ἐξάνθημα) [εξανθώ] δερματική αλλοίωση, μικρό ερυθρηματώδες έλκος, πληγή αρχ. μσν. άνθος («ἀκάνθης λευκὸν ἐξάνθημα», Ευστ.) αρχ. μτφ. τα πάθη («χρηστῆς φύσεως οἷον ἐξανθήματα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐξανθημάτων — ἐξάνθημα efflorescence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήμασι — ἐξάνθημα efflorescence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήμασιν — ἐξάνθημα efflorescence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματα — ἐξάνθημα efflorescence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματι — ἐξάνθημα efflorescence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανθήματος — ἐξάνθημα efflorescence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… … Dictionary of Greek